- ἀδαμαντίνης
- ἀδαμάντινοςadamantinefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
λέπια — Δερμικοί σχηματισμοί οστέινης ή κεράτινης φύσης, οι οποίοι χρησιμεύουν για την επένδυση μερών ή ολόκληρου του σώματος σε πολλά ζώα τα οποία ανήκουν σε διάφορες ομοταξίες σπονδυλωτών. Τα λ. των ψαριών είναι οστέινης φύσης και χωρίζονται σε δύο… … Dictionary of Greek
Ioannis Kapodistrias — This article is about the Greek politician. For the airport named for him, see Corfu International Airport. Ioannis Kapodistrias Ιωάννης Καποδίστριας Governor of Greece In office … Wikipedia
δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… … Dictionary of Greek
οδοντατροφία — η ιατρ. τροφική διαταραχή τής αδαμαντίνης και τής οδοντίνης τών δοντιών … Dictionary of Greek
οδοντοβόθριο — το ιατρ. οπή μικρών διαστάσεων η οποία παρατηρείται στην επιφάνεια τών δοντιών και οφείλεται στην ατελή τιτάνωση τής αδαμαντίνης ουσίας … Dictionary of Greek
προσχηματιστικός — ή, ό, Ν [προσχηματίζω] 1. ο σχετικός με τον προσχηματισμό 2. φρ. «προσχηματιστική μεμβράνη βιολ. βασική μεμβράνη η οποία κατά τη διάρκεια τού εμβρυϊκού σχηματισμού τών δοντιών διαχωρίζει το όργανο τής αδαμαντίνης και τις οδοντοβλαστικές… … Dictionary of Greek
τερηδόνα — I Καταστρεπτική διεργασία εις βάρος των σκληρών ιστών του οργανισμού, όπως τα οστά, οι χόνδροι και τα δόντια· συχνότερα ο όρος σημαίνει την τ. των δοντιών. Η τελευταία αυτή οφείλεται στη συνέργια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων: γενικές… … Dictionary of Greek